μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… … Dictionary of Greek
ετερομεταμόσχευση — η ιατρ. η μεταμόσχευση κατά την οποία το μόσχευμα λαμβάνεται από άτομο διαφορετικού είδους, ετεροπλαστική μεταμόσχευση ή ετεροπλαστία … Dictionary of Greek
μεταμοσχευτικός — ή, ό (βοτ. ζωοτ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταμόσχευση, ο σχετικός με την μεταμόσχευση … Dictionary of Greek
κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται … Dictionary of Greek
πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… … Dictionary of Greek
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
κέντρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 91 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 27 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το … Dictionary of Greek